English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

.

78 χρόνια απο το θάνατο του θρυλικού διδύμου Μπόνι και Κλάιντ...Αφιέρωμα και Φωτογραφίες

www.tips-fb.com









Bonnie and Clyde - The top video clips of the week are here

Ο Clyde Champion Barrow και η σύντροφός του, Bonnie Parker, πυροβολήθηκαν μέχρι θανάτου από αξιωματικούς σε ενέδρα κοντά στο Sailes, Bienville Parish, της Louisiana, στις 23 Μαϊου 1934, μετά από ένα από τα πιο θεαματικά ανθρωποκυνηγητά που είχε δει μέχρι τότε η Αμερική.
Ο Barrow ήταν ύποπτος για πολλές δολοφονίες και καταζητούμενος για φόνους, ληστείες και απαγωγές.
Το FBI άρχισε να ενδιαφέρεται για τον Clyde και την ερωμένη του Bonnie του το Δεκέμβριο του 1932, μετά από αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. Ένα αυτοκίνητο Ford, που είχε κλαπεί στο Pawhuska της Οκλαχόμα, βρέθηκε εγκαταλελειμμένο κοντά στο Jackson, του Michigan το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στο Pawhuska, βρέθηκε εγκαταλελειμμένο κι άλλο αυτοκίνητο της Ford που είχε κλαπεί στο Ιλλινόις. Η έρευνα αυτού του αυτοκίνητου έδειξε ότι είχε κλαπεί από έναν άνδρα και μια γυναίκα, όπως αποδείχτηκε από αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα. Βρέθηκε ένα συνταγογραφημένο μπουκάλι, που οδήγησε τους ειδικούς πράκτορες σε μια φαρμακαποθήκη στο Nacogdoches του Τέξας. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι είχε αγοραστεί για την θεία του Clyde Barrow.
Η περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ότι τη γυναίκα που έλαβε τη συνταγή είχαν επισκεφθεί πρόσφατα οι Clyde Barrow, Bonnie Parker, και ο αδελφός του Clyde, LC Barrow. Επίσης αποκαλύφθηκε ότι οι τρεις αυτοί οδηγούσαν ένα αυτοκίνητο Ford, που αναγνωρίστηκε ως το κλεμμένο στο Ιλλινόις.
Στις 20 Μαΐου 1933, ο Επίτροπος των ΗΠΑ στο Ντάλλας του Τέξας, εξέδωσε ένταλμα εναντίον των Clyde Barrow και Bonnie Parker, και ζήτησε διακρατική μεταφορά από το Ντάλας στην Οκλαχόμα, για το αυτοκίνητο που είχε κλαπεί στο Ιλλινόις. Το FBI ξεκίνησε τότε το κυνήγι του για αυτό το ζευγάρι.

Η Προϊστορία 
Οι Μπόνι και Κλάιντ συναντήθηκαν στο Τέξας, τον Ιανουάριο, 1930. Εκείνη την εποχή, η Bonnie ήταν 19 ετών και παντρεμένη με ένα φυλακισμένο δολοφόνο. Ο Clyde ήταν 21 και άγαμος. Λίγο μετά, συνελήφθη για κλοπή και κλείστηκε στη φυλακή. Δραπέτευσε, χρησιμοποιώντας ένα πυροβόλο όπλο που του πέρασε λαθραία η Bonnie στη φυλακή, τον συνέλαβαν ξανά όμως και στάλθηκε πίσω στη φυλακή. Ο Clyde βγήκε από τη φυλακή το Φεβρουάριο του 1932, συναντήθηκε με την Bonnie, και ξεκίνησαν μια περιπετειώδη και παράνομη ζωή.
Εκτός από την κατηγορία της κλοπής αυτοκινήτων, οι Μπόνι και Κλάιντ ήταν ύποπτοι και για άλλα εγκλήματα. Κατά τη στιγμή της σφαγής το 1934, πιστεύεται ότι είχαν διαπράξει 13 δολοφονίες και αρκετές ληστείες και διαρρήξεις. Ο Barrow, για παράδειγμα, ήταν ύποπτος για τη δολοφονία δύο αστυνομικών στο Μισσούρι, και την απαγωγή ενός άντρα και μιας γυναίκας στην αγροτική Λουιζιάνα. Στη συνέχεια, τους άφησε ελεύθερους κοντά στο Waldo του Τέξας. Πολυάριθμες ενδείξεις συνέδεαν το ζευγάρι με ληστείες τραπεζών και κλοπές αυτοκινήτων. Ο Clyde φέρεται ότι δολοφόνησε ένα άντρας στο Hillsboro του Τέξας. Διέπραξε ληστείες στο Λούφκιν και το Ντάλας του Τέξας. Δολοφόνησε ένα σερίφη και τραυμάτισε έναν άλλο στο Stringtown της Οκλαχόμα. Απήγαγε έναν αστυνομικό στο Carlsbad, στο Νέο Μεξικό. Έκλεψε ένα αυτοκίνητο σε Βικτώρια, Τέξας. Προσπάθησε να δολοφονήσει κάποιον άλλο αστυνομικό στο Wharton του Τέξας. Διέπραξε φόνο και ληστεία στο Abilene και στο Sherman του Τέξας. Φόνο στο Ντάλας του Τέξας. Απήγαγε ένα σερίφη και τον αρχηγό της αστυνομίας στο Wellington του Τέξας και διέπραξε φόνο στο Joplin και το Columbia του Μισσούρι.

Αργότερα το 1932, οι Bonnie και Clyde άρχισαν να ταξιδεύουν με τον Raymond Χάμιλτον, ένα νεαρό ληστή. Ο Hamilton τους άφησε αρκετούς μήνες αργότερα, και αντικαταστάθηκε από τον William Daniel Jones το Νοέμβριο του 1932.
Ο Ivan M. "Buck" Barrow, αδελφός του Clyde, βγήκε από τις φυλακές του Τέξας στις 23 Μαρτίου 1933, μετά από γενική αμνηστία από τον κυβερνήτη. Αμέσως συναντήθηκε με τον Clyde, φέρνοντας τη σύζυγό του, Blanche, οπότε η ομάδα έγινε πενταμελής. Αυτή η συμμορία προχώρησε σε μια σειρά από τολμηρές ληστείες που έγιναν πρωτοσέλιδα σε όλη τη χώρα. Διέφυγαν τη σύλληψη σε διάφορες συναντήσεις με την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με την αστυνομία στην Αϊόβα στις 29 Ιουλίου 1933, ο Buck Barrow τραυματίστηκε θανάσιμα και η Blanche συνελήφθη. Ο Jones, ο οποίος συχνά συγχέεται με τον "Pretty Boy" Floyd, συνελήφθη το Νοέμβριο του 1933, στο Χιούστον του Τέξας. Οι Μπόνι και Κλάιντ συνέχισαν μόνοι τους.



Στις 22 Νοεμβρίου 1933, στο Ντάλας του Τέξας, ο σερίφης και οι αναπληρωτές του, έστησαν παγίδα σε μια προσπάθεια να συλλάβουν τους Bonnie και Clyde, αλλά το ζευγάρι δραπέτευσε. Έκλεψαν από ένα δικηγόρο το αυτοκίνητό του και στη συνέχεια το παράτησαν στο Μαϊάμι, Οκλαχόμα. Στις 21 Δεκέμβρη 1933, οι Bonnie και Clyde λήστεψαν ένα πολίτη στο Shreveport της Λουιζιάνα.
Στις 16 του Γενάρη 1934, πέντε κρατούμενοι, περιλαμβανομένου του περιβόητου Raymond Hamilton (ο οποίος εξέτιε την ποινή του που ήταν συνολικά άνω των 200 ετών), δραπέτευσαν με τη βοήθεια του Clyde Barrow και της Bonnie Parker. Δύο φρουροί πυροβολήθηκαν κατά τη διαφυγή των κρατουμένων με αυτόματα πιστόλια, που είχε προηγουμένως κρύψει σε ένα χαντάκι ο Barrow. Καθώς οι κρατούμενοι έτρεχαν, ο Barrow κάλυπτε την υποχώρηση τους με ριπές των πυροβόλων. Μεταξύ των δραπετών ήταν και ο Henry Methvin της Λουιζιάνας.

Την 1η Απριλίου του 1934, οι Bonnie και Clyde συνάντησαν δύο νέους αξιωματικούς στον αυτοκινητόδρομο κοντά στο Γκρέιπβάιν του Τέξας. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, οι αξιωματικοί πυροβολήθηκαν. Στις 6 Απρίλη 1934, ένας αστυφύλακας στο Μαϊάμι, έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος από τους Μπόνι και Κλάιντ, και ο αρχηγός της αστυνομίας απήχθη τραυματισμένος.



Το FBI και το ειδικό γραφείο ερευνών προχώρησε σε δραστικά μέτρα: Ανακοινώσεις, δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφίες, περιγραφή, ποινικό μητρώο, καθώς και άλλα δεδομένα διανεμήθηκαν σε όλους τους αξιωματικούς. Το Γραφείο ακολούθησε τη διαδρομή τους μέσα από πολλές πολιτείες και σε διάφορα στέκια της συμμορίας Barrow, ιδιαίτερα στη Λουιζιάνα.



Στις 13 Απριλίου του 1934, ένας πράκτορας του FBI, από την έρευνα στην περιοχή της Ruston, Λουιζιάνα, πληροφορήθηκε ότι οι Μπόνι και Κλάιντ βρίσκονταν σε ένα απομακρυσμένο νοτιοδυτικό τμήμα της εν λόγω κοινότητας, στο σπίτι του Methvins. Ειδικοί πράκτορες στο Τέξας είχαν ήδη μάθει ότι ο Clyde και η σύντροφός του είχαν ταξιδέψει από το Τέξας για τη Λουιζιάνα, μερικές φορές συνοδευόμενοι από τον Henry Methvin.
Το FBI και οι τοπικές αρχές επιβολής του νόμου στη Λουιζιάνα και Τέξας επικεντρώθηκαν στην σύλληψή τους. Είχαν μάθει ότι οι Bonnie και Clyde, με μέλη της οικογένειας των Methvins, θα έκαναν πάρτυ στην Black Lake της Λουιζιάνα, τη νύχτα της 21 του Μάη 1934, και επρόκειτο να επιστρέψουν πίσω δύο ημέρες αργότερα.
Πριν την αυγή στις 23 Μαΐου 1934, ένα σώμα αστυνομικών από τη Λουιζιάνα και το Τέξας, κρύφτηκαν σε θάμνους κατά μήκος της εθνικής οδού κοντά στο Sailes, Λουιζιάνα. Με το πρώτο φως της ημέρας, οι Bonnie και Clyde εμφανίστηκαν με ένα αυτοκίνητο και όταν προσπάθησαν να ξεφύγουν, οι αξιωματικοί άνοιξαν πυρ. Οι Μπόνι και Κλάιντ σκοτώθηκαν ακαριαία.






Το 1967, προβλήθηκε η θρυλική ταινία BONNIE AND CLYDE, κλασικό αριστούργημα του Αρθουρ Πεν και μια από τις καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου, που αποτελεί μια ρομαντική εκδοχή της ιστορίας των θρυλικών Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου. Αν και γυρισμένη σε πολλά από τα σημεία που η Μπόνι και ο Κλάιντ είτε είχαν ληστέψει είτε χρησιμοποιούσαν ως κρυψώνες, η ταινία βασίζεται πολύ λίγο στα ιστορικά γεγονότα ενώ ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα της δεκαετίας του '60 και στην συγκλονιστική απήχηση του θρυλικού ζευγαριού, που στη λαϊκή φαντασία των νεότερων γενεών ενσάρκωνε το όνειρο του σκληρού κοινωνικού επαναστάτη.


Στην ταινία πρωταγωνιστούν: Γουόρεν Μπίτι, Φέι Ντάναγουεϊ, Τζιν Χάκμαν, Εστέλ Πάρσον

«They’re young... they’re in love... and they kill people»
Το 
»

Οι 3.000 πιο περίεργοι θάνατοι στην ιστορία

www.tips-fb.com

Οι πιο συνηθισμένες αιτίες θανάτου είναι οι αρρώστιες, τα ατυχήματα 
ή τα γεράματα.


Ωστόσο, ένας αμερικανός συγγραφέας, ο Μάικλ Λάργκο διέθεσε πάνω από 10 χρόνια ψάχνοντας πιστοποιητικά θανάτου και ανακάλυψε ότι υπάρχουν 3.000 διαφορετικοί και περίεργοι τρόποι με τους οποίους κάποιοι συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους.
Στο βιβλίο «Τελευταία έξοδος: μια εγκυκλοπαίδεια του θανάτου», ο Λάργκο παραθέτει πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία που δείχνουν τους πιο περίεργους ή άδοξους θανάτους που έχουν σημειωθεί.
- 1.500 θάνατοι από καρκίνο των πνευμόνων αποδίδονται ευθέως στα δημοφιλή σε όλουςαντικολλητικά τηγάνια, των οποίων η επικάλυψη από αλουμίνιο είναι κατεστραμμένη ή γδαρμένη.
- Παρά τους ειδικούς φράκτες με τους οποίους προστατεύονται οι ανισόπεδες διαβάσεις, κάθε χρόνο σκοτώνονται 17 άτομα από αντικείμενα που έπεσαν από ψηλά στο αυτοκίνητό τους.
- 17.903 άνθρωποι έχουν πεθάνει από οδοντογλυφίδες από το 1900.
- Κάθε χρόνο, 3.761 άνθρωποι πεθαίνουν ενώ είναι απασχολημένοι με αυτοερωτικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αυτοερωτική ασφυξία που θεωρείται ότι αυξάνει την ερωτική ικανοποίηση, ενώ επιτυγχάνεται με απαγχονισμό, στραγγαλισμό ή πνιγμό.
- Από το 1850, 6.613 άνθρωποι πέθαναν μετά από χρήση «ισπανικής μύγας», η οποία εδώ και αιώνες κατέχει τα πρωτεία για όσους αναζητούν τρόπους για να αυξήσουν τη σεξουαλική αντοχή τους. Πρόκειται για μια ουσία που εξάγεται από τοξικό σκαθάρι, που περιέχει δηλητήριο. Αν επαλειφθεί στο δέρμα ή τα γεννητικά όργανα περισσότερο από όσο πρέπει μπορεί να προκαλέσει το θάνατο.
- Από το 1986, 3.113 άνθρωποι παγιδεύτηκαν και βρήκαν τραγικό θάνατο από γκαραζόπορτεςκαι ηλεκτρικές καγκελόπορτες.
-25 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από αλκοολική βουλιμία, η οποία ορίζεται ως η επιθυμία κατανάλωσης περισσότερων από πέντε ποτών για τους άντρες και περισσότερων από τεσσάρων για τις γυναίκες.
- Έξι άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από κεραυνούς κατά τη διάρκεια τουρνουά γκόλφ.
- 6.530 άνθρωποι εισάγονται στο νοσοκομείο και 500 πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας τηςδηλητηρίασής τους από υδράργυρο.
- Από το 1958 έχουν αναφερθεί 415 θάνατοι που οφείλονται στην αλλεργία στο σπέρμα.
- Από το 1970, 34.831 θάνατοι έχουν αποδοθεί στους δυνατούς ήχους.
- Στο Empire State Building έχουν σκοτωθεί συνολικά 2.110 άνθρωποι.
-Το 2003, 120.000 άνθρωποι πέθαναν απροσδόκητα εξαιτίας ιατρικών λαθών.
- 5.988 θεατές έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια αγώνων από το 1900.
- Πενήντα επτά παιδιά έχουν στραγγαλιστεί στα δίκτυα του καλαθιού μπάσκετ από το 1990.
- Το 1999 αναφέρθηκαν 4.657 θάνατοι που οφείλονται σε ασθένειες που μεταδόθηκαν ή προκλήθηκαν από κατσαρίδες.
- Από το 1965 5.901 ενήλικες και παιδιά έχουν πεθάνει εγκλωβισμένοι σε πορτ παγκάζ αυτοκινήτων.
- Κάθε χρόνο, 1.900 περίπου άνθρωποι (οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι παιδιά) πεθαίνουν από αλλεργικές αντιδράσεις στα τσιμπήματα των μεδουσών.
- 1.134 άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο χρησιμοποιώντας πατίνια. Περίπου το 90% των θανάτων θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν οι χρήστες φορούσαν κράνος.
- Το 2004 διεπράχθησαν 3.890 ανθρωποκτονίες που είχαν ως κίνητρο την ερωτομανία, την παρακολούθηση και την παθολογική αγάπη.
- Πάνω από 1.400 άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο από τα μπάζα που πέφτουν -στους δρόμους.
- Από το 1965, 8.981 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από οδοκαθαριστικά οχήματα.
- 9.334 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από το 1965 από πτώσεις σε βόθρους ή αποχετεύσεις.
- 24 άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας των αναθυμιάσεων του ποπκόρν το 2003. Οι εργαζόμενοι στις εταιρίες παρασκευής ποπκόρν αλλά και όσοι παρασκευάζουν ποπκόρν στους φούρνους μικροκυμάτων μολύνονται από μια σπάνια ασθένεια των πνευμόνων η οποία προκαλείται από ένα από τα συστατικά που χρησιμοποιούνται ως ενισχυτικά γεύσης.
-Από το 2001, 981 παιδιά έχουν σκοτωθεί αγοράζοντας παγωτό.
- 18.983 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από το 1977 εξαιτίας των παπουτσιών.
- Το χασμουρητό την ώρα της οδήγησης το 2004 προκάλεσε 1.400 θανάτους.

http://www.newsbomb.gr


»

Βίκτωρ Ουγκώ

www.tips-fb.com

Τα κατάφερα τελικά και διάβασα την “Παναγία των Παρισίων” που έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Δε με δυσκόλεψε ιδιαίτερα, το βιβλίο είχε πολύ ενδιαφέρον, η δράση εξελισσόταν γρήγορα και όσα κεφάλαια μου φάνηκαν βαρετά, π.χ. το Παρίσι από ψηλά ή η περιγραφή της Παναγίας των Παρισίων, τα πέρασα “επί τροχάδην”.
Η υπόθεση, λίγο πολύ είναι γνωστή: ο πανάσχημος κωδωνοκρούστης του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, ο Κουασιμόδος, ερωτεύεται τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα, η οποία όμως αγαπάει έναν όμορφο αξιωματικό ο οποίος φυσικά δεν της δίνει σημασία. Την Εσμεράλδα διεκδικεί όμως κι ένας διεστραμμένος κληρικός που είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, κι όλα αυτά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τραγικό τέλος.

Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας των Παρισίων.
(Η φωτογραφία είναι από το http://hotelbeam.blogspot.com/, όπου υπάρχουν και ωραίες φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού)
Ο Βίκτωρ Ουγκώ άρχισε να γράφει την Παναγία των Παρισίων το 1829. Ασχολήθηκε όμως στο ενδιάμεσο με άλλα έργα, καθυστερώντας την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος και έτσι το καλοκαίρι του 1830 ο εκδότης του τον πίεσε να έχει τελειώσει μέχρι το Φεβρουάριο του 31. Ο Ουγκώ αγόρασε μελάνι, ένα γκρι μάλλινο χιτώνα και κάθισε στο γραφείο του, αρνούμενος να βγει έξω, με εξαίρεση τα βράδια που επισκεπτόταν την Παναγία των Παρισίων. Είχε ήδη μελετήσει καλά την ιστορία του ναού, διαβάζοντας παλιά συγγράμματα, βιβλία και κείμενα νομοθεσίας. Κολλημένος κυριολεκτικά στο  γραφείο του για έξι μήνες, κατάφερε, τον Ιανουάριο του 1831, να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία και σύντομα ο Ουγκώ έγινε ο διασημότερος, εν ζωή, συγγραφέας στην Ευρώπη. Υπήρξε όμως και μια άλλη θετική επίπτωση της επιτυχίας του βιβλίου του: η παλιά και ερειπωμένη εκκλησία της Notre-Dam άρχισε να προσελκύει χιλιάδες τουρίστες, που όμως απογοητεύονταν βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο. Έτσι στα 1845 αποφασίστηκε να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια, μέχρι να πάρει ο ναός τη σημερινή του μορφή.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το
http://hugo-online.org/works/novels/1831-the-hunchback-of-notre-dame/
  Εικόνα από την πρώτη έκδοση της Παναγίας των Παρισίων (1831)
από τη Βικιπαίδεια
Μια από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου είναι η δίκη του κουφού -από τις καμπάνες- Κουασιμόδου, στην οποία ο δικαστής είναι κι αυτός κουφός! Προσέξτε την ειρωνεία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στο έτος 1482, αλλά είναι φανερό πως ο Ουγκώ θέλει να καυτηριάσει την αδικία στην απονομή της δικαιοσύνης που επικρατούσε στην εποχή του, δηλαδή στα 1830.
Ο Ουγκώ ήταν ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε υπέρ του δικαίου και υπερασπίστηκε με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες του, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από τη Γαλλία και να ζήσει για 20 χρόνια σε ένα μικρό νησί της Αγγλίας.
Στο απόσπασμα περιγράφεται με κωμικοτραγικό τρόπο το αδύνατο της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου όταν ο δικαστής είναι προκατειλημμένος 
εναντίον του.
-Τ’ όνομά σου;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό.
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
Η απολογία του Κουασιμόδου υπάρχει στο παρακάτω απόσπασμα από την ταινία “Η Παναγία των Παρισίων”, παραγωγής 1939.
Ο Κουασιμόδος εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή στο 5΄και 40΄΄ και η στιχομυθία μεταξύ …των δύο κουφών διαρκεί μέχρι το 7΄και 35΄΄:

Τον Κουασιμόδο στην ταινία ενσαρκώνει ο Τσαρλς Λότον
Για τους αρχαίους Έλληνες η δικαιοσύνη ήταν τυφλή. Για τον Ουγκώ η δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή, είναι και κουφή! Και δυστυχώς από το περιστατικό με τον Φώτη Δήμου, φαίνεται πως ακόμη και στις μέρες μας, η δικαιοσύνη παραμένει, αν όχι κουφή, τουλάχιστον βαρύκοη…
 
Η Μορίν Ο΄Χάρα παίζει στην ταινία του 1939 την Εσμεράλδα
(από τοhttp://www.dvdbeaver.com/film/Reviews/hunchback_of_notre_dame.htm)
Ο Ουγκώ περιγράφει με μοναδικό τρόπο την αγάπη του Κουασιμόδου για τις καμπάνες του, μια αγάπη που φτάνει συχνά στα όρια του πρωτόγονου πάθους:  
…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. (…)
Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες.
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. (…) Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του.
Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την έκταση της χαράς του τις μέρες της μεγάλης καμπανοκρουσίας. Τη στιγμή που ο αρχιδιάκος τον άφηνε και του έλεγε: «Εμπρός, πήγαινε!», αυτός ανέβαινε την περιστροφική σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα απ’ όσο θα την κατέβαινε κάποιος άλλος. Ορμούσε ξεφυσώντας από την τρεχάλα στον εναέριο θάλαμο όπου βρισκόταν η χοντρή, βαριά καμπάνα, και στεκόταν μια στιγμή να την κοιτάξει με ευλάβεια και αγάπη, Ύστερα άρχιζε να της μιλά γλυκά, να τη χαϊδεύει παντού, σαν ένα καλό άλογο που το ετοιμάζουμε για να κάνει μεγάλο δρόμο. Την παρηγορούσε για τον κόπο που την περίμενε. Ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα χάδια φώναζε στους βοηθούς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα του πύργου, να αρχίσουν. Και τότε αυτοί κρεμιούνταν από τα σχοινιά, το μάγκανο έτριζε και το γιγαντιαίο μεταλλικό κουδούνι λικνιζόταν αργά. (…)
Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη

Ο Λον Τσάνεϊ ως Κουασιμόδος σε μια παλαιότερη ταινία, του 1923. 
Η φωτογραφία δείχνει μια ακόμα συγκινητική και ανθρώπινη σκηνή του βιβλίου. Ο Κουασιμόδος, μετά την ποινή της μαστίγωσης, αφήνεται στον τόπο του μαρτυρίου του να υποφέρει. Μάταια εκλιπαρεί για λίγο νερό. Κανείς δεν τον πλησιάζει, μέχρι που η Εσμεράλδα, αψηφώντας τις κραυγές και κοροϊδίες του κόσμου, του προσφέρει να πιει νερό από μια κανάτα.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο Κουασιμόδος περιέφερε το γεμάτο αγωνία βλέμμα του στον κόσμο κι επανέλαβε με ακόμη πιο σπαρακτική κραυγή:
-Νερό!
Κι όλοι ξανάβαλαν  τα γέλια.
Τότε ο Ρομπέν Πουσπέν του πέταξε στα μούτρα ένα σφουγγάρι που το είχε μουσκέψει στο βούρκο.
-Πιες αυτό εδώ! φώναξε. Έλα, πιάσ’ το, βρομιάρη κουφέ! Στο χρωστάω.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα του έριξε μια πέτρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
-Άρπα την! Για να μάθεις να μας ξυπνάς τη νύχτα με τα αναθεματισμένα τα καμπανάκια σου, ούρλιαξε. (…)
-Νερό! επανέλαβε τρίτη φορά ο Κουασιμόδος ασθμαίνοντας.
Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια.
Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε. Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι. (…)
Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του.
Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος.
Παρ’ όλα αυτά ξεχνούσε να πιει. Η τσιγγανοπούλα έκανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και με ένα ανυπόμονο χαμόγελο ακούμπησε το στόμιο του παγουριού στα χείλη του Κουασιμόδου με τα σουβλόδοντα. Εκείνος ήπιε άπληστα, με ασίγαστη δίψα.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
 
Η Εσμεράλδα δίνει νερό στον Κουασιμόδο (από 4΄07΄΄ έως 7΄48΄΄)
Η Παναγία των Παρισίων, εκτός από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, είναι μια συγκλονιστική καταγγελία της ανισότητας στην απονομή δικαιοσύνης, της κοινωνικής αδικίας, της υποκρισίας του εκκλησιαστικού κατεστημένου και βέβαια της θανατικής ποινής.
Είναι όμως και ένας ύμνος στην ανθρωπιά, στην καλοσύνη και στον έρωτα. Με λίγα λόγια, ένα σπουδαίο βιβλίο από ένα σπουδαίο συγγραφέα και άνθρωπο.



http://logomnimon.wordpress.com/%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81-%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CF%8C/
»

Σαν σήμερα, γέννηση: Ρίχαρντ Βάγκνερ

www.tips-fb.com

wagner r.jpg22 Μαϊου του 1813, λοιπόν, γεννηση στην Λειψία του Ρίχαρντ Βαγκνερ. Μουσικός που άλλαξε την εικονα της μουσικής και του μουσικού δράματος (δεν ήθελε την λέξη οπερα) αλλά και συγγραφεας, φιλόσοφος, θεωρητικός, μαεστρος, και μιά από τις πιό περίεργες, συναρπαστικές αλλά και αντιφατικές προσωπικότητες. Λατρεύτηκε-και μισήθηκε-με πάθος. Ειναι, ισως, το πιό κλασσικό παράδειγμα ακροβασίας στην λεπτή κλωστή μεταξυ μεγαλοφυϊας και παράνοιας. Βασική του αρχή το συνολικό έργο τεχνης Gesamtkunstwerk ("total artwork") Τα εργα του γνωστότατα  (1837) Rienzi, der Letzte der Tribunen (1843) Der fliegende Hollδnder (Ο Ιπταμενος Ολλανδος) (1845) Tannhδuser(184 Lohengrin (1859)Tristan und Isolde (1867) Die Meistersinger von Nόrnberg (Οι Αρχιτραγουδιστες της Νυρεμβέργης)-το πιό γερμανικό από τα εργα του-και αγαπημενο έργο του Χιτλερ Η κορυφή με το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν Der Ring des Nibelungen τετραλογία αποτελούμενη από (1854) Das Rheingold (Χρυσό του Ρηνου) (1856) Die Walkόre (Η Βαλκυρία) (1871) Siegfried και (1874) Gφtterdδmmerung (Το Λυκόφως των Θεών) Τελος, το (1882) Parsifal
Από ενα γραμμα του συνοψίζεται σε "I have long been convinced that my artistic ideal stands or falls with Germany. Only the Germany that we love and desire can help us achieve that ideal".
Wagner to Karl Graf von Enzenberg June 15, 1866, Wagner 1987, 697-698
Βαθυτατα επηρεασμένος από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία (εχω πάει στο σπίτι του, την Villa Wahnfried στο Bayreuth της Βαυαρίας και σας βεβαιώνω οτι πάνω από το 50% μιάς τεράστιας βιβλιοθήκης ήταν τα απαντα ολων των Τραγικών)
Γιά πληρεστερα στοιχεία και μουσικά αποσπάσματα προτεινω
http://www.rwagner.net/ ενώ γιά πληρεστερη μελέτη-αρχεια, κειμενα, επιστολες, θεωρία, φιλοσοφία  το
http://users.utu.fi/hansalmi/wagner.html (με μετρο, Αλέξανδρε!)
Στην Βιογραφία των Μεγάλων Μουσουργών, πριν 45 χρόνια, ο πατερας μου συμπλήρωνε με μολυβι στην αρχή του λήμματος Βάγκνερ "Εισαι Μεγάλος, αναμφισβήτητα μιά μεγαλοφυϊα, αλλά στην πραγματικότητα ανήκεις μοναχα σε έναν λαό, ενώ ο Γιγαντας της Μπον ανηκει σε όλη την Ανθρωπότητα" Δεν έχω, να προσθέσω μετά τόσα χρόνια, και τόσα ακούσματα, ούτε ενα κομμα 
»

40 χρόνια απο τη γένησση του ράπερ Notorious B.I.G

www.tips-fb.com

Notorious BIG RIP [21/5/1972 - 9/3/1997]

Notorious BIG RIP [21/5/1972 - 9/3/1997]





Ο θάνατος του Notorious BIG στις 9/3/97 σηματοδότησε την απαρχή της χρήσης της λαϊκής ρήσης «στις 9 του μακαρίτη», ενώ εξαφάνισε από την καθομιλουμένη το «ο μήνας έχει 9». Ok, μακάβριο χιούμορ τέλος! 14 χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ο Christopher Wallace δολοφονήθηκε στο Λος Άντζελες. Με δεδομένη την ροπή που έχουμε στο να «τιμούμε» αδικοχαμένους καλλιτέχνες, βρήκαμε την πλέον κατάλληλη ευκαιρία ώστε να εκφράσουμε συνολικά την αγάπη μας για τον Biggie, κάτι που μόνο περιστασιακά έχουμε κάνει. Διαβάστε το αφιέρωμα φόρο τιμής του Vibe Rated, όχι στον καλύτερο, αλλά σίγουρα στον πιο «άρρωστο» mc που «γέννησε» ποτέ αυτή η μουσική. Στο κάτω κάτω, Biggie Smalls is the illest.
Ξέρουμε και ξέρετε σχεδόν τα πάντα για την σύντομη ζωή του. Δύο δίσκοι (ένας ουσιαστικά όσο ήταν εν ζωή) ήταν αρκετοί ώστε ο Biggie να δημιουργήσει τέτοιο ντόρο γύρω από το όνομα του, ο οποίος θα κρατά ακόμα και όταν το Vibe Rated πάψει να υφίσταται. Λίγο η κόντρα του με τον Tupac, λίγο το συνεχές limit up της Bad Boy Records εκείνη την εποχή, πολύ η αβίαστη ικανότητα του να σηκώσει όλη την rap Νέα Υόρκη στις πλάτες του ήταν τα βασικά στατιστικά μιας υστεροφημίας η οποία κρατάει, τόσο ακέραια και αψεγάδιαστα όπως και την περίοδο που άρχισε να δημιουργείται. Ή μήπως ξεχνάω κάτι; Φτωχό μου φαίνεται, κάτι θα ξεχνάω.

Ξεχνάω φυσικά, το ότι ο Notorious BIG ακόμα και τόσα χρόνια μετά την «φυγή» του παραμένει ένα από τα πιο υπολογίσιμα ονόματα στην ατέρμονη ψηφοφορία για τον καλύτερο rapper που έχει περάσει πότε από στούντιο. Η θεματολογία του; Μετά βίας θα έφταναν στίχοι του ως το προαύλιο κάποιου Πανεπιστημίου. Η δισκογραφία του; Περιορισμένη. Το ταλέντο του; Δυσεύρετο και μοναδικό. Μοναδικό λέγω, αφού καλύτεροι rappers του Big Poppa πολύ πιθανόν και να υπάρχουν. Rappers σαν αυτόν όμως όχι. Κανείς. Πουθενά. Ο άνθρωπος που έδωσε σάρκα και οστά στην έννοια του flow(ing) έφυγε, παίρνοντας μαζί του μια απαράμιλλη τεχνική που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει. Και επαναλαμβάνομαι λέγοντας πως ο Notorious δεν ήταν Ο καλύτερος, αλλά σίγουρα ήταν μοναδικός. Είναι μοναδικός. Θα αποτελεί σίγουρα μεγάλη χαρά να είσαι Ο ένας. Ο καλύτερος. Ο GOAT. Αλλά και πάλι, ποιος νοιάζεται για μια θέση πιο γραφική κι από το ίδιο το Πήλιο;

Κλείστε τα φώτα Ενσωμάτωση 

Ακόμα κι αν ο Biggie, για διάφορους λόγους και ενδεχομένως μικρόνοους, δεν χαίρεται την καθολική αποδοχή δίπλα από τον Άγγελο (ή τον Διάβολο) του Αρκά, ένα είναι σίγουρο. Είναι πολύ πιο δελεαστικό να είσαι ο πιο «κάτι», από το να είσαι ο καλύτερος. Ο πιο τεχνίτης και μαέστρος στο μικρόφωνο, ο πιο άρρωστος στα σενάρια που έπλαθε και ερμήνευε, ο πιο easy listening rapper, που θα σαγήνευε και τα πιο απαίδευτα αυτιά. Έτσι είναι το rap. Εγωιστική μουσική. Πάντα πρέπει να είσαι κάτι. Κι αφού ο Biggie έπρεπε να είναι κάτι, επέλεξε την μοναδικότητα. Και το κατάφερε.

Ο χοντρός από το Brooklyn είπε όλα αυτά που μοιραία έζησε και έγινε μέρος τους. Παθιασμένος με τον θάνατο, τον προκάλεσε στα ίσια, κι αυτός του εμφανίστηκε στις 9 Μαρτίου του 1997. Αν θυμάμαι κάτι από εκείνη την χρονιά είναι το χρίσμα της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τίποτα άλλο. Αρκετά μεγάλος για να συνειδητοποιήσω τον χαμό ενός καλλιτέχνη, αρκετά μικρός για να αντιληφθώ τι σήμαινε ο χαμός του Biggie για το παγκόσμιο hip hop. Αν ο εκλιπόντας συναντούσε τον Wes Craven εν ζωή, ο τελευταίος θα έγραφε τα σενάρια που ποτέ δε τόλμησε να φανταστεί, αρκούμενος απλά στις ποσότητες «καπνού» που θα κατέκλυζαν τον εγκέφαλο του Notorious. Δυστυχώς, η τύχη τα έφερε έτσι κι ένα από τα πιο απέραντα καλλιτεχνικά μυαλά μας άφησε νωρίς. Είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι στην Κόλαση ψάχνουν τρόπους να εξαγνίσουν την ψυχή και το στόμα του BIG αφού μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, δε θυμάμαι να πέθανε κανένας άλλος τόσο γοητευτικά αμαρτωλός νους. Rest In Peace Notorious BIG
»

13 χρόνια απο το θάνατό του.. ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ Ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ...

www.tips-fb.com




ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ (1934-1999)
Δημοσιογράφος, παραγωγός και παρουσιαστής σημαντικών τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και πολύ επιτυχημένος συγγραφέας. Από μικρό παιδί έγραφε, έγραφε, έγραφε…Στην πορεία αγόρασε μια γραφομηχανή και συνέχισε να γράφει. Αυτό ήταν το όνειρο ζωής του Φρέντυ Γερμανού. Το έκανε πραγματικότητα, τρόπο ζωής και σ’ αυτό έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο Φρέντυ Γερμανός, γιος του αξιωματικού του Ναυτικού Ανδρέα Γερμανού, γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1934 στην Αθήνα.

Οι γονείς του χώρισαν νωρίς κι έτσι ο Φρέντυ μεγάλωσε κάπου στα Εξάρχεια κοντά στον παππού και στη γιαγιά του. Από πολύ μικρός έμαθε να αγαπάει τα βιβλία και το διάβασμα, καθορίζοντας, έστω και άθελά του, τη μετέπειτα πορεία του. Τελειώνοντας το σχολείο, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, αν και ο παππούς του ονειρευόταν να τον δει αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό.

Το 1953, και ενώ ήταν μόλις 19 ετών, κέρδισε το β΄βραβείο σ’ έναν πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος. Ο Καραγάτσης, ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς και ο Τερζάκης που απάρτιζαν την επιτροπή, αναγνώρισαν στο διήγημά του
 «Για μια εκδίκηση» το συγγραφικό του ταλέντο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1954, ο Φρέντυ ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα «Ελευθερία», κρατώντας τη στήλη για τα φαρμακεία. Τρία χρόνια εργαζόταν αμισθί ως μαθητευόμενος, ενώ παράλληλα έγραφε διάφορα ρεπορτάζ για την «Απογευματινή» και κυνηγούσε να πάρει συνεντεύξεις από σημαντικά πρόσωπα της επικαιρότητας.


Έτσι είχε την ευκαιρία να συναντήσει τη
 Σοφία Λόρεν, τον Άλαν Λαντ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κ.ά. Την ίδια περίοδο συνεργαζόταν και με το περιοδικό «Εικόνες», γράφοντας ρεπορτάζ για τους λατερνατζήδες, τα τελευταία αρχοντικά της Αθήνας, κ.ο.κ. Ακολούθησε η συνεργασία του με την «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου, την «Απογευματινή», το«Έθνος», τον «Ταχυδρόμο», κ.ά.

Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο 
«Με συγχωρείτε λάθος» από τις εκδόσεις Γαλαξίας. Ο τόμος αποτελούταν από μια σειρά ευθυμογραφημάτων συνοδευμένα από σκίτσα του στενού του φίλου Κυρ. Ένα χρόνο αργότερα, ο Φρέντυ Γερμανός αποφάσισε να διεκδικήσει ένα ρόλο στο θεατρικό έργο του Αλέκου Λιδωρίκη«Ξεριζωμένοι». Αν και τελικά ο ρόλος δόθηκε στον Ανδρέα Φιλιππίδη, η έστω και πρόσκαιρη συμμετοχή του στις προετοιμασίες της παράστασης υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική γιατί έγινε αιτία να γνωριστεί με την μαθήτρια της δραματικής σχολής Έλενα Μαυρουδή, με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε την κόρη του Ναταλία. Ο γάμος δεν κράτησε πολύ και μερικά χρόνια αργότερα, ο Φρέντυ γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό και χορεύτρια Μαρία Ιωαννίδου.

Το 1966 ο Φρέντυ Γερμανός άρχισε να εργάζεται ως 
παρουσιαστής ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση (ΕΙΡ), ενώ λίγο αργότερα παρουσίασε την πρώτη του εκπομπή, το«Καλειδοσκόπιο». Ουσιαστικά όμως η επιτυχία ήρθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το«Αλάτι και πιπέρι», η τηλεοπτική εκπομπή που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Επί έξι ολόκληρα χρόνια η εκπομπή αποτελούσε πώλο έλξης για το τηλεοπτικό κοινό, κόπηκε όμως με κυβερνητική απόφαση.

Την επόμενη χρονιά ο Φρέντυ επανήλθε με 
«Το πορτρέτο της Πέμπτης», ενώ ήδη έδινε έντονο το παρόν και στην έντυπη δημοσιογραφία, συμμετέχοντας στο στήσιμο μιας πρωτοποριακής για την εποχή της καθημερινή εφημερίδα (Η συνεργασία του αυτή με την«Ελευθεροτυπία» συνεχίστηκε ως το 1990). Το 1978 ο Φρέντυ παρουσίασε την εκπομπή «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί» και το 1979 ξεκίνησε την παρουσίαση της θρυλικής πλέον «Πρώτης Σελίδας».

Το 1990 ο Γερμανός αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή βιβλίων. Έκτοτε και ως το θάνατό του έγραφε ασταμάτητα, 
σατιρικά βιβλία, ευθυμογραφήματα, ιστορικές μυθιστορηματικές βιογραφίες, κ.ά. Συνολικά ο Φρέντυ έγραψε περισσότερα από 25 βιβλία (Το δις εξαμαρτείν, Γράψτο όπως το λέω, Ούτε αλάτι ούτε πιπέρι, Τζίμυ πάρε ένα φιστίκι, Καληνύχτα κύριε Όσκαρ, Γεια σου Έλληνα, Γυναίκα από βελούδο, Τερέζα, Έλλη Λαμπέτη, κ.ά.)

Πολλά από τα βιβλία του έγιναν μπεστ σελερ και κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο 
(Ένα γελαστό απόγευμα) και στην τηλεόραση (Ακριβή μου Σοφία, Η εκτέλεση). Το αναγνωστικό κοινό αγάπησε όλα του τα βιβλία αλλά ιδιαίτερα τις ιστορικές μυθιστορηματικές βιογραφίες του στις οποίες ο Φρέντυ κατάφερε να συνδυάσει μαγικά τη λογοτεχνία με τη δημοσιογραφία.

Ο Φρέντυ Γερμανός έφυγε στις 
21 Μαΐου του 1999 πριν προλάβει να δει το τελευταίο του ιστορικό μυθιστόρημα «Το αντικείμενο» να στολίζει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.Σημείωση: Το πληροφοριακό και φωτογραφικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από το βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα «Φρέντυ Γερμανός – πένα από βελούδο», εκδόσεις Ορφέας, 2004
»

Οι Bee Gees έμειναν ''μισοί' Αντίο Robin Gibb... r.i.p

www.tips-fb.com


Μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο ο Robin Gibb «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 62 ετών.
Γεννήθηκε το 1949 στη Βρετανία στο Isle Of Man, μεγάλωσε τα πρώτα του χρόνια στο Μάντσεστερ αλλά πολύ γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αυστραλία. Λάτρης της μουσικής όπως και όλη η οικογένειά του, άρχισε να τραγουδάει μικρός μαζί με τα αδέρφια του, Barry και Maurice ως B' G' s . Ουσιαστικά η καριέρα του ξεκίνησε το 1963 αποφάσισαν να αλλάξουν το όνομα σε Bee Gees. Τότε έβγαλαν κάποια τραγούδια που ναι μεν έγιναν hit, όπως τα How Can You Mend A Broken Heart και I Started A Joke, όμως ήταν η δουλειά τους στη δεκαετία του '70 που θα έμενε στην ιστορία και θα καθιστούσε τους Bee Gees ως ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα. Κι όλα αυτά αφού ο Robin είχε φύγει για ένα διάστημα από τους Bee Gees και είχε ακολουθήσει σόλο καριέρα μετά από καβγά με τον αδερφό του Barry. Με το Main Course του 1975 και νούμερο ένα από αυτό το Jive Talkin έφτασαν τα 200 εκατομμύρια άλμπουμ σε πωλήσεις. Στην κορυφή τους ανέβασε το soundtrack της ταινίας Saturday Night Live με τα απίστευτα κομμάτια του, "Night Fever", "How Deep Is Your Love", "You Should Be Dancing", "Stayin' Alive" και "More Than a Woman". Έκανε ρεκόρ ως το πρώτο άλμπουμ σε πωλήσεις όλων των εποχών μέχρι τη στιγμή που κυκλοφόρησε το Thriller του Michael Jackson. Είχε κατακτήσει το Grammy για άλμπουμ της χρονιάς και είχε πουλήσει εκείνη τη χρονιά 15 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ. Το απίστευτο είναι πως τα περισσότερα τραγούδια τα έγραψαν μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Συνολικά και μόνο στην Αμερική το άλμπουμ έχει πουλήσει πάνω από 40 εκατομμύρια άλμπουμ και παραμένει στην πρώτη πεντάδα με τα πιο επικερδή άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής.


 Ο Robin ήταν αυτός που τραγουδούσε τη βασική φωνή στα περισσότερα κομμάτια, αν και οι περισσότεροι βλέπαμε σε πρώτο πλάνο συνήθως τον Barry. Τη δεκαετία του '80 κυκλοφόρησε τρία σόλο άλμπουμ, αλλά ούτε αυτός μόνος του, ούτε σε συνεργασία με τα αδέρφια του έκαναν την επιτυχία των '70s. Μπήκαν στο Rock and Roll Hall Of Fame το 1997. Οι τραγωδίες δεν έλειψαν από την οικογένειά του, αφού ο Robin είχε χάσει δύο αδέρφια, τον Andy το 1988 σε ηλικία 30 ετών και τον Maurice τον δίδυμο του αδερφό το 2003 σε ηλικία 53 ετών. Τελευταία μουσική που έγραψε ο Robin Gibb ήταν ένα κλασικό κομμάτι με τίτλο The Titanic Requiem, αφιερωμένο βέβαια στα 100 χρόνια από τη βύθιση του Τιτανικού. Το συνέθεσε μαζί με το γιο του Robin – John. Δεν κατάφερε λόγω προβλημάτων υγείας να παραβρεθεί στην συναυλία όπου θα πρωτοπαιζόταν στις 10 Απριλίου.


»

Πέθανε στα 63 της η βασίλισσα της ντίσκο Ντόνα Σάμερ

www.tips-fb.com




Βρισκόταν στη διαδικασία ολοκλήρωσης του τελευταίου της άλμπουμ στη Φλόριντα
Έφυγε από τη ζωή η Ντόνα Σάμερ, ένας θρύλος της ντίσκο μουσικής μετά από μάχη με τον καρκίνο στα 63 της χρόνια.
Η τραγουδίστρια ήθελε να είναι διακριτική με το θέμα της υγείας της ενώ βρισκόταν στη διαδικασία ολοκλήρωσης ενός άλμπουμ στη Φλόριντα, του τελευταίου της όπως αποδείχτηκε.
Η Σάμερ έχει κερδίσει 5 Γκράμι και έχει βάλει τη σφραγίδα της στα 70′s με πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες όπως τα «Love to love you baby», «I feel love», «Mac Arthur Park», «Last Dance», Hot Stuff» και «Bad Girls».

Με αφορμή τον θάνατό της σας παρουσιάζουμε τις κορυφαίες επιτυχίες της, αυτές που ξεχώρισαν από τις συνολικά 17 δισκογραφικές δουλειές της.

1. Last Dance
2. I Feel Love
3. Bad Girls
4. Hot Stuff
5. This Time I Know It's For Real
6. On The Radio
7. She Works Hard For The Money
8. Love to Love You Baby
9. A Man Like You
10. Could It be Magic


»

31 χρόνια απο το θάνατο του Bob Marley- Αφιέρωμα

www.tips-fb.com





Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ. Ήταν γιος του πενηντάχρονου άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ και της δεκαοκτάχρονης Σιντέλα Μπούκερ, μιας ντόπιας μαύρης. Ο πατέρας του ζούσε στο Λίβερπουλ, αλλά βοηθούσε οικονομικά τον μικρό του γιο και τη μητέρα του, μέχρι τον θάνατό του το 1955. Τότε, ο Μπομπ και η μητέρα του αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν στον τενεκοδομαχαλά Τρέντσταουν του Κίνγκστον, ελλείψει χρημάτων. Εκεί ο μικροσκοπικός Μπομπ (δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,63 μ. σε ύψος), αναγκάσθηκε να ατσαλώσει τον χαρακτήρα του για να επιβιώσει, καθώς αντιμετώπιζε την προκατάληψη τόσο των λευκών όσο και των μαύρων.
Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζο Χιγκς, έναν εκκολαπτόμενο τραγουδιστή και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, ένα περίεργο κράμα από βιβλικές προφητείες, φιλοσοφία της επιστροφής στη φύση και μαύρου εθνικισμού, που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας και τη νοσταλγία επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (γνωστός αργότερα ως Πίτερ Τος). Το 1962 ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ «Judge Not» και «One Cup of Coffee», που πέρασαν απαρατήρητα και τα γνωρίσαμε από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του.



Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία «The Teenagers». Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία «The Wailers». H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία «Ντιπόν» και την αυτοκινητοβιομηχανία «Κράισλερ».
Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.


Bob Marley & The Wailers
Από το 1968 έως το 1972 οι «Γουέιλερς» ξαναηχογράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Catch A Fire» («Stir It Up», «Kinky Reggae»), που κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το «Burnin'» με τραγούδια όπως τα «Get Up, Stand Up» και το «I shot the Sheriff», που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.
Το 1974 οι «Γουέιλερς» διαλύθηκαν λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο «I Threes», που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι «No Woman, No Cry» από το άλμπουμ «Natty Dread». Τον επόμενο χρόνο το «Rastaman Vibration» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.



Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει δόξη και τιμή στην Ιαμαϊκή για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το «Exodus» («Exodus» «Waiting in Vain», «Jammin'», «One Love») και το «Kaya» («Is this Love», «Sun is shinning»). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως «One Love Peace Concert».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ «Babylon by Bus» και το πολιτικά φορτισμένο «Survival», με τραγούδια όπως τα «Zimbabwe», «Africa Unite», «Wake Up and Live» και «Survival». Το 1980, το «Uprising» είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα «Redemption Song» και «Forever Loving Jah».
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.




Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ «Legend», που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).


Αγνωστες πτυχές της ζωής του θρύλου της ρέγκε Μπομπ Μάρλεϊ επιχειρεί να φέρει στο φως ένα νέο ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη. Προκειμένου να κατανοήσει ο θεατής την ψυχοσύνθεση του Μάρλεϊ, ο Σκωτσέζος σκηνοθέτης Κέβιν ΜακΝτόναλντ επιχειρεί μια διεισδυτική προσέγγιση στα πρώτα χρόνια της ζωής τού Μάρλεϊ φτάνοντας μέχρι την περίοδο του θανάτου του.

Ο ΜακΝτόναλντ, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει σκηνοθετήσει το βραβευμένο με Οσκαρ έργο «Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας», θέλησε να ξεφύγει από τα τετριμμένα όσον αφορά τη ζωή και την καριέρα του Μπομπ Μάρλεϊ, προσπαθώντας να αναδείξει το πώς ένας νεαρός από ένα μικρό χωριό της Τζαμάικας που γνώρισε τον ρατσισμό, καθιέρωσε τη ρέγκε μουσική παγκοσμίως, ασπάστηκε το κίνημα του ρασταφαριανισμού και έζησε έντονα πριν χάσει την άνιση μάχη με τον καρκίνο στα 36 χρόνια του.

Οι πρώτες εντυπώσεις για το ντοκιμαντέρ είναι άκρως θετικές και προέρχονται από τους ίδιους τους συγγενείς του Μάρλεϊ. «Μάθαμε πολλά, ειδικά για την τελευταία περίοδο της ζωής του, όταν ήταν άρρωστος και δεν τον βλέπαμε συχνά. Στην οθόνη, ο κόσμος δεν θα δει το είδωλο Μπομπ Μάρλεϊ. Θα συναντήσει τον Μάρλεϊ σαν φίλο, σαν αδελφό, σαν κάποιον που παθιάζεται με τις ιδέες και τα πιστεύω του, αλλά όχι σαν τον θεό που έχουν πολλοί στο μυαλό τους» δήλωσε ο γιος του και επίσης μουσικός Ζίγκι Μάρλεϊ. Η κόρη του Κάρεν Μάρλεϊ τόνισε: «Μας ικανοποίησε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο ήθελε να κάνει την ταινία ο ΜακΝτόναλντ. Επιασε ακριβώς το νόημα που θέλαμε, δεν αντιμετώπισε τον πατέρα μας ως σταρ, αλλά ως άνθρωπο».

Αν και ο ΜακΝτόναλντ χρησιμοποίησε υλικό από συνεντεύξεις του Μάρλεϊ, προτίμησε να δώσει έμφαση στο τι λένε οι άλλοι για εκείνον, καθώς στον Μάρλεϊ δεν άρεσαν οι πολλές επαφές με τον Τύπο. «Ενιωθε πολύ άβολα όταν έδινε σ
συνεντεύξεις. Εκτός των άλλων, απέφευγε να μοιραστεί τα συναισθήματα για τους γονείς του και κυρίως για τον πατέρα του» εξηγεί ο ΜακΝτόναλντ.

«Ντρεπόταν που δεν ήταν μαύρος»
Για τον Μπομπ Μάρλεϊ το να μεγαλώνεις από μητέρα μαύρη και πατέρα λευκό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και ο ίδιος αμφιταλαντευόταν μέσα του. Και όπως αποκαλύπτει ο γιος του Ζίγκι, ο μιγάς Μάρλεϊ μέσα του ένιωθε πολύ άσχημα που δεν ήταν μαύρος. «Αυτό ήταν το κλειδί της ψυχολογίας και της μουσικής του. Ενιωθε πάντα παρείσακτος, αλλά βρήκε διέξοδο μέσω της μουσικής του» δήλωσε.

Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, ο ΜακΝτόναλντ, εκτός από πρώην μέλη της μπάντας του Μάρλεϊ, κατάφερε να μιλήσει ακόμη και με ανθρώπους οι οποίοι τον συνάντησαν λίγο πριν πεθάνει, παρουσιάζοντας στον κόσμο την εικόνα της ζωής του μέχρι την τελευταία στιγμή. Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους της Ευρώπης, αλλά ακόμη δεν έχει οριστεί η ημερομηνία προβολής του στη χώρα μας.

«Τα λεφτά δεν αγοράζουν τη ζωή»
Μέσω της μουσικής του ο Μπομπ Μάρλεϊ προσπάθησε και πέρασε μηνύματα αναφορικά με τη ζωή, την αγάπη, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, ενώ είναι ο υπεύθυνος για την παγκόσμια απήχηση της ρέγκε μουσικής. Τα περισσότερα τραγούδια του έγραψαν τη δική τους ιστορία, φυσικά ακούγονται μέχρι και σήμερα, ενώ την κληρονομιά του Μάρλεϊ συνεχίζουν τα συνολικά δεκατρία παιδιά του, τρία εκ των οποίων με τη σύζυγό του Ρίτα.

Η πλούσια καριέρα του ξεκίνησε το 1973 και παρέμεινε δισκογραφικά ενεργός μέχρι το 1980. Το κίνημα του ρασταφαριανισμού επηρέασε τη στάση ζωής του (χρήση κάνναβης και κόμμωση), με τον Μάρλεϊ να πιστεύει πως ο ρατσισμός και η βία μπορούν να αντιμετωπιστούν με αγάπη και μουσική.

Το 1977 διαγνώστηκε κακόηθες μελάνωμα στα πόδια του, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό και δυστυχώς για εκείνον, ο καρκίνος έκανε μεταστάσεις στον εγκέφαλο, στο συκώτι και στον πνεύμονά του. Το 1980 αναζήτησε τη βοήθεια γιατρών στη Γερμανία, αλλά πλέον ο καρκίνος ήταν σε τελικό στάδιο. Καθώς επέστρεφε από τη Γερμανία στο σπίτι του στην Τζαμάικα για τις τελευταίες μέρες, ο Μάρλεϊ χρειάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι για άμεση ιατρική περίθαλψη. Πέθανε σε νοσοκομείο του Μαϊάμι στις 11 Μαΐου του 1981 σε ηλικία 36 χρόνων. Τα τελευταία λόγια στον γιο του Ζίγκι σκιαγραφούν και την αντίληψή του για τη ζωή: «Money can’t buy life» («Τα χρήματα δεν αγοράζουν τη ζωή»).





»